Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

ΒΑΡΟΣΙ Γρεβενών – Ιστορικό Λεύκωμα

Είναι Αγάπη  – Όσοι το ζούμε το αγαπάμε.

Είναι Έρωτας- Όσοι το χάσανε, ζουν με την ανάμνηση του. Όσοι το γνωρίζουν, γίνονται φανατικοί φίλοι και θαυμαστές.

Είναι ιστορία –Είναι η φυσική συνέχεια του Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ.

Είναι το πνευματικό, διοικητικό, εκπαιδευτικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό κέντρο των Ελλήνων καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας (ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ).

Ο Άγιος Γεώργιος με ιστορική αναφορά κτήσης και λειτουργιάς πριν το 1520 ανάγει την κτήση και λειτουργία του στους Βυζαντινούς Χρόνους…

 

Ο αύλειος χώρος λειτουργούσε ως τόπος ταφής τιμής μνήμης και λατρείας νεκρών (νεκροταφείο).

Στο Βαρόσι λειτουργούσε σχολειό το όποιο επανίδρυσε μετά από καταστροφή ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός το 1773. Η συνέχεια αυτού είναι το σημερινό Τρίτο Δημοτικό Σχολείο του Δήμου Γρεβενών.

 

 

Εισαγωγή

 

Το φωτογραφικό αυτό λεύκωμα είναι προσπάθεια ανάδειξης της ιστορικότητας του Βαροσίου και του ρόλου του στην ιστορία, την δημιουργία, την διαμόρφωση και την ανάπτυξη του σημερινού αστικού χώρου της πόλης των Γρεβενών .

Τον ρόλο του οικισμού στην ιστορία του ευρύτερου χώρου, που, σήμερα, καλύπτει ο Δήμος και η Νομαρχία Γρεβενών, ρόλο που όσοι ασχολήθηκαν ή ασχολούνται με την ιστορία τον παραβλέπουν, είτε από άγνοια είτε εσκεμμένα .

Απευθύνεται σε αυτούς που γεννήθηκαν, έζησαν, ζουν και θα ζουν στον οικισμό, για να γνωρίσουν την σημαντικότητα του χώρου .Σε αυτούς που το φωτογραφικό υλικό θα ξυπνήσει μνήμες και αναμνήσεις ζωής .

Θα θυμηθούν τους κρυψώνες του κρυφτού και των αρμάτων .

Το κουβάλημα με τα γκιούμια νερού από τις βρύσες .

Το σχολειό με την μια αίθουσα και την υποχρέωση να πηγαίνουμε ένα ξύλο για την σόμπα που εξασφάλιζε την ζέστη τις κρύες σχολικές μέρες του χειμώνα

.Τα αρώματα και τα χρώματα των ανθισμένων λουλουδιών και οπωροφόρων δένδρων.

 Τις κλοπές και τις γεύσεις των άγουρων και ώριμων καρπών .

Την φασαρία των ανάκατων ήχων από το κελαιδίσματα των αϊδωνιών μέχρι το γκάρισμα των γαϊδάρων .

Τις ανάκατες μυρουδιές του φρέσκου ψωμιού και της πίττας με την βρώμα των στάβλων .

Του χώρου συνάντησης αθώων ή και… πονηρών ραντεβού

Των χώρων παιχνιδιών, σκανδαλών και καυγάδων

Τις αγάπες, τις ζήλειες, τα μίση, τα πάθη, τα κουτσομπολιά.

Τη φτώχια, την ανέχεια, αλλά και τα τρικούβερτα γλέντια …

Πράγματα και καταστάσεις, συστατικά στοιχεία ζωής

Στις νέες γενιές που ζουν και θα  ζήσουν στο Βαρόσι μας, για να το συμπληρώσουν να το εμπλουτίσουν και να γίνει οικογενειακό κειμήλιο .  

 

 ΒΑΡΟΣΙ: ΟΝΟΜΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

           

Οικισμός δυτικά των  Γρεβενών στο μέσον του λόφου Λουμάκια περιμετρικά της λεκάνης απορροής των όμβριων υδάτων.  Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους ερευνητές η λέξη είναι σύνθετη της Ουγγρικής λέξης VAROS (πόλη-οικισμός –VAR-οχυρό- κάστρο) . Η λέξη χρησιμοποιείται από την Τουρκική γλώσσα και ορίζει περιοχές που μπορούν να έχουν τα χαρακτηριστικά του οικισμού- οχυρού (ΒΑΡΟΣΙ).

Από την ετυμολογία της λέξης και την χρησιμοποίηση από την Τουρκική γλωσσά μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο οικισμός δύναται να προϋπήρχε (με άλλο όνομα) της κατάκτησης από τους Τούρκους και να ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους

Εισαγωγικά από την παράθεση των ιστορικών ευρημάτων των πραγματικών γεγονότων και της γνώσης του χώρου, μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι το ΒΑΡΟΣΙ είναι η ιστορική συνέχεια του Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ, αρχικά έδρα Επισκοπής και αργότερα Μητροπολιτικής

 

     

 ΙΣΤΟΡΙΚΑΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Από την ιστορική έρευνα του Απόστολου Παπαδημητρίου Σελ-255

 ΑΥΛΕΣ: Βυζαντινός οικισμός δυτικά των Γρεβενών έδρα Επισκοπής κατά το διάστημα 1385-Ι773

Ο προσανατολισμός «δυτικά των Γρεβενών» προσδιορίζει το υψίπεδο που ορίζεται από: τον Κισλά – τα Λουμάκια – τις Κυδωνιές  – τα Κουπανάρικα  -μέχρι και το Σεϊτάν πηγάδι

Ο πλήρης προσανατολισμός του υψιπέδου είναι: Δυτικά των Γρεβενών –Ανατολικά της Κυρακαλής-Νότια από την κοιλάδα του Δοξανίτη –Βόρεια από την   κοιλάδα  του Κυρακαλιώτη

Ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ, που τοποθετείται δυτικά των Γρεβενών, το Βαρόσι,  καταλαμβάνει το νότιο τμήμα του λόφου Λουμάκια και εποπτεύει την λεκάνη του Δοξαρωτή

Aποστ. Παπαδημητρίου Σελ.385

«….το 1754 έγινε μάχη με τους Αγάδες εις το Γρεβενό   και κάψαν το Βαρόσι και ολόκληρο το κάστρο και σκοτώθηκαν 190 νοματαίοι Αρβανίτες»

Η πρώτη αναφορά στο όνομα Βαρόσι σαν οικισμός καταγράφεται το 1754 και γίνεται λόγος για καταστροφή.

Στο ερώτημα, ποιό μπορεί να ήταν το Κάστρο, την απάντηση μπορεί να τη δώσει η τοπογραφία του λόφου. Η κορυφή του λόφου Λουμάκια, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια κάποια οχύρωση. Η οχύρωση σε χώρους που το έδαφος δεν είναι πετρώδες, μπορεί να γίνει από τα υλικά του χώρου. Στην περίπτωση του οχυρού στο Βαρόσι, μπορεί να ήταν κορμοί δένδρων (λουμάκια) και χώμα. Η οχύρωση αυτή ίσως να μην αντέχει πολιορκείες στρατευμάτων, παρέχει, όμως, προστασία σε ανθρώπους, ζώα και καρπούς (γεννήματα) από ληστρικές επιδρομές .

Η ιστορική περίοδος που αναφέρεται το συμβάν είναι περίοδος που επικρατούσε η ληστοκρατία και τα  πάντα κινούνταν με τους νομούς που επέβαλαν οι Λήσταρχοι.                                 

 

 

Αποστ.Παπαδημητριου Σελ 233

   «Όπως ήδη γράψαμε, ο Μητροπολίτης Κύριλλος έφυγε από την επαρχία (1678) για να αποφύγει την οργή των Τούρκων επειδή είχε τολμήσει να επεκτείνει τον Μητροπολιτικό Ναό στις ΑΥΛΕΣ»

Γίνεται αναφορά σε επέκταση Ναού στις  ΑΥΛΕΣ, οι οποίες  τοποθετούνται δυτικά των Γρεβενών.

Δυτικά των Γρεβενών, ιστορικά, ερευνητικά και παραδοσιακά, Μητροπολιτικός ναός αναφέρεται ο Ναός του Άγιου Γεώργιου και ο αύλειος  χώρος του ως τόπος ταφής, μνήμης, λατρείας νεκρών (Νεκροταφείο).

Αν ο Άγιος Γεώργιος δεν ήταν ο Ναός που επεκτάθηκε, τότε τίθενται τα εξής ερωτήματα:

 Α)Ποιός ήταν ο Μητροπολιτικός Ναός που ο Μητροπολίτης επέκτεινε και που προκάλεσε την οργή των Τούρκων;  

Β) Σε ποιού μνήμη Αγίου ήταν αφιερωμένος;

Γ) Γιατί δεν   υπάρχουν ισχυρές μνήμες ή ¨μυθοπλασίες¨ που να αναφέρονται σε Ναό, να ορίζουν τον χώρο και το όνομα του Αγίου που ήταν αφιερωμένος ο Ναός;

Το 1675, Μητροπολιτικός Ναός που επεκτάθηκε σαν έδρα, αναφέρονται οι ΑΥΛΕΣ και όχι το Βαρόσι ή τα Γρεβενά. Πιθανόν το 1675 το Βαρόσι και τα Γρεβενά να μην υπήρχαν στο λεξιλόγιο της εποχής και ο χώρος να ήταν ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ

 

Αποστ. Παπαδημητρίου  Σελ. 174

 

«Οι εξισλαμισθέντες της (Κυρακαλής Μοναχιτίου) για να αποφύγουν τα αντίποινα εκ’ μέρους των κλεφτών ζήτησαν να εγκατασταθούν σε μέρος πιο ασφαλές και σχημάτισαν την σημερινή Κυρακαλή .Το γεγονός συνέβη τέλη του 17ου Αιώνα. Η καταστροφή ορίζεται το 1770».

Ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ που τοποθετείται δυτικά των Γρεβενών καταστράφηκε ολοκληρωτικά από Αλβανούς  το 1773.

Σε εποχές αρχέγονης γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας, στις εγκαταστημένες ομάδες ανθρώπων έπρεπε να δοθούν οικονομικοί πόροι και δη κτήματα και βοσκοτόπια .Τα κτήματα και τα βοσκοτόπια λοιπόν του οικισμού ΑΥΛΕΣ συμπίπτουν και ταυτίζονται  με τον χώρο που έπρεπε να δοθεί στους εξσλσαμισθέντες .Εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, το αίτιο της   καταστροφής  του Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ  ήταν και  οικονομικό .Η καταστροφή έγινε από Αλβανούς ,πιθανόν με την ανοχή και με την υποκίνηση της Τουρκικής Διοίκησης .Ίσως στην ίδια αιτία θα πρέπει να οφείλεται και η καταστροφή των οικισμών  Γρεβιανής, Ραχιώτες, Λειψοκούκι, τα κτήματα και  βοσκοτόπια των οποίων να δόθηκαν με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο στους εξισλαμισθέντες .

Σήμερα ο κάμπος της Κυρακαλής ανήκει αποκλειστικά στους προσφυγές της Κυρακαλής και τους δόθηκε σαν αντάλλαγμα.      

 

Αποστ .Παπαδημητρίου Σελ.375

« Με την καταστροφή των ΑΥΛΩΝ το 1773 το σχολειό διαλύθηκε. Ανασυστάθηκε μετά από τρία χρόνια από τον Άγιο Κόσμα».

Κατά τον Λαμπρίδη «….εις την επιτυχή διδασκαλίαν του φιλογενέστατου, τούτου ανδρός, οφείλεται και η σύστασης Ελληνικής Σχολής εν τη συνοικία της Μητροπόλεως Γρεβενών …».

 Ήταν το σχολείο της νέας χριστιανικής συνοικίας, του σημερινού Βαροσίου.

Ο Απόστολος Παπαδημητρίου στη σελ. 385 αναφέρει: «….το 1754 έγινε μάχη με τους αγάδες εις το Γρεβενό και κάψαν το Βαρόσι …Στον χαλασμό αυτόν καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι ΑΥΛΕΣ το 1773».

Γίνεται λοιπόν αναφορά στη καταστροφή δυο οικισμών στον ίδιο χώρο (δυτικά των Γρεβενών) σε χρονικό διάστημα 19 χρόνων, με διαφορετική ονομασία και έδρα της Μητρόπολης. Η καταστροφή του Βαροσίου προηγείται αυτής των ΑΥΛΩΝ. Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι το ΒΑΡΟΣΙ, που  καταστράφηκε το 1754 στον συγκεκριμένο χώρο όπου και σήμερα βρίσκετε,  θα πρέπει να αναζητήσουμε ποιόν χώρο δυτικά των Γρεβενών καταλάμβανε ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ και που ήταν η Μητροπολιτική έδρα.

Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι οι δυο οικισμοί ταυτίζονται και μετά την καταστροφή επικράτησε το όνομα της Τουρκικής γλώσσας ΒΑΡΟΣΙ και το Βυζαντινό όνομα ΑΥΛΕΣ ξεχάστηκε

 

Ενεσλίδη Σελ 115

Ο Ναός του Άγιου Δημήτριου και ο Ναός του Άγιου Αχίλλειου έγιναν Τζαμιά. Δια τους Γρεβενείς άφησαν οι κατακτητές μόνον τον Άγιον Γεώργιον εις το Βαρόσι .Τούτο, ίσως, να έγινε το έτος 1520, όταν ο σκληρός και φανατικός Σουλτάνος Σελίμ Ά, διέταξε την δια της βίας μετατροπή των Χριστιανικών Ναών εις Τζάμια καθ’ όλη την Ελλάδα

Με το ιστορικό δεδομένο της απαγόρευσης ανέγερσης ή επέκτασης Ναών από τους Τούρκους κατακτητές ,μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ο Ναός του Άγιου  Γεώργιου προϋπήρχε της Τουρκικής επικράτησης και ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπήρξε έδρα, αρχικά, Επισκοπής και αργότερα, Μητροπολιτικής στις ΑΥΛΕΣ, δυτικά των Γρεβενών. Αν το προαναφερόμενο ιστορικό γεγονός είναι ισχυρό, τότε τίθεται το ερώτημα: Τίνος οικισμού τις λατρευτικές ανάγκες εξυπηρετούσε ο ναός του Άγιου Γεώργιου – πριν της επικράτησης των Τούρκων – επί της  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας;

Δυτικά των Γρεβενών τοποθετείται ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ, στο μέσον του λόφου Λουμάκια είναι κτισμένο το Βαρόσι, έδρα της Μητρόπολης Γρεβενών και ο Άγιος Γεώργιος Μητροπολιτικός Ναός   μέχρι το 1926, που ο Μητροπολίτης Παπανικολάου  μετέφερε την έδρα  στα Γρεβενά και ο Ναός της Ευαγγελίστριας έγινε Μητροπολιτικός. Παρεμπιπτόντως, ο Ναός της Ευαγγελίστριας άρχισε να κτίζεται στα μέσα του 1890 αρχές του 1900.     

 

Αποστ.Παπαδημητρίου σελ. 384

 Διήγηση Παπασερβερή, ιερέα του Μητροπολιτικού Ναού του Άγιου Γεώργιου με Μητροπολίτη τον Εθνομάρτυρα Αιμιλιανό το 1910, στους Άγγλους αρχαιολόγους (κατάσκοπους) Wace και

Thomson. «Εδώ όπου κατοικούμε σήμερον ονομάζετο ΑΥΛΕΣ καθώς και η επαρχία ΑΥΛΕΙΩΝΟΣ ,επί ,Γεράσιμου Αρχιερέως ,διότι είχον ταις ΑΥΛΕΣ όπου είχον τα ζώα και έβοσκον ….»

Η διήγηση του Παπασερβερή είναι αυστηρά προσδιοριστική. Είναι  διήγηση γνώσης του χώρου που ήταν ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ. Ο ίδιος κατοικούσε στο Βαρόσι και η διήγηση του γίνεται στον χώρο του Βαροσίου. Η διήγηση προσδιορίζει χώρο   και χρόνο: «…εδώ που κατοικούμεν ….», προσδιορίζει το χώρο και «….σήμερον …» ,προσδιορίζει το χρόνο, αυτή την στιγμή [σήμερον], «…ονομάζετο  (παρελθοντικός χρόνος)  ΑΥΛΕΣ».

 Επίσης εξηγεί «…διότι είχον ταις Αυλαίς όπου είχον τα ζώα και τα έβοσκον ….».

Ο Παπασερβερής περιγράφει επακριβώς τον χώρο που ζούσε .Την δόμηση και την οικονομία . Η  δόμηση του Βαροσίου, όπως έφτασε μέχρι και την δεκαετία του 1970, ήταν όπως την περιγράφει ο Παπασερβερής. Με αυλές περιμανδρωμένες με πλιθιά ή περιφραγμένες με παλούκια, ενός ή και περισσότερων στρεμμάτων και η πλειονότητα των κάτοικων ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι .

 

Ενεσλίδη Σελ 59

Εξιστορεί ο Χρήστος Μπάζας, (τυχαίνει να είναι συγγενής μου), σαμαράς στο επάγγελμα: «Το χωριόν μας, είπε ,ήτανε πιο ψηλά (ο Μπάζας ζούσε στις σημερινές κατοικίες του Δ.Βήλιου και Αθ.Γάγαλη)  στις ΑΥΛΕΣ και εδώ που είναι τώρα τα Γρεβενά εγινότανε το παζάρι, ο Αχίλης .Το μέρος το λένε κονάκι Μεχμέτ  Νταου .Εκεί εγινότανε και το παζάρι κάθε Δευτέρα .Στο παζάρι αυτό πωλούσαν, μαζί με αλλά, και τα γράβανα τα ρούχα και οι χωριάτες τα αγόραζαν. Πιο ψηλά, μεταξύ του μύλου Μπουσίου και Εμήν  πηγάδι ,μέρος που το έλεγαν Γρεβιά ,εγώ τα θυμάμαι ,όλα αυτά και το παζάρι και τα γράβανα  .Ύστερα τα πωλούσαν στο κονάκι» .  

Ο Ενεσλείδης, με τα όσα εξιστορεί ο Μπάζας,  τοποθετεί το χωριόν ΑΥΛΕΣ μεταξύ του μύλου του Μπουσίου και Εμήν πηγάδι

Οι δυο διηγήσεις του Παπασερβερή και του Μπάζα ορίζουν τον Βυζαντινό οικισμό ΑΥΛΕΣ σε διαφορετικές τοποθεσίες. Ο Παπασερβερής στον λόφο Λουμάκια, o δε  Μπάζας λέει «το χωριόν μας, ήτανε πιο ψηλά, στις ΑΥΛΕΣ ..». Δεν ορίζει οικισμό, αλλά χώρο «….μέρος που το έλεγαν Γρεβιά».

Εδώ, ίσως μπορούμε  να τοποθετήσουμε τον οικισμό Γρεβιανή που πιθανόν να κατοικούσε ο Μπάζας και που κατέστρεψαν οι Αλβανοί. Στην ερώτηση, πού ήταν κτισμένες οι ΑΥΛΕΣ, η απάντηση είναι: Οι ΑΥΛΕΣ  είναι ένας ευρύτερος οικιστικός χώρος  με διάσπαρτους μικρούς οικισμούς ( νοικοκυριά – σόια) .

Στον ευρύτερο αυτό χώρο, ο οικισμός στην τοποθεσία Λουμάκια, στο σημείο που ήταν κτισμένος ο Άγιος  Γεώργιος, επιλέχτηκε να ορισθεί ως  έδρα της Επισκοπής αρχικά και αργότερα της Μητρόπολης. Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε της ΑΥΛΕΣ σαν εκτεταμένο οικιστικό  χώρο δυτικά των Γρεβενών, στο υψίπεδο που ορίζεται από τον Κισλά, τα Λουμάκια τις Κυδωνιές, τα Κουπανάρικα και τις  λεκάνες που σχηματίζουν οι δυο ποταμοί, ο Κυρακαλιώτης (Αυλίτης) και ο Δοξανίτης   

   

 

Ενεσλείδη Σελ.22

«Η λέξη Αυλών ως τοπωνύμιων, κατά τους Αρχαίους λεξικογράφους σημαίνει ,περί τα όρη τόπους τας φαράγγας τας κοιλάδας ,δη τον λειμώνα ,τον έφυδρον τόπον, όπως λέγει ο Ησύχιος .Η λέξης ΑΥΛΙΣ, σημαίνει τον τόπον της διαμονής προς διανυκτέρευσιν –καταυλισμόν – των οδοιπόρων, των διερχόμενων από τοιούτους ΑΥΛΩΝΕΣ».

 Η αρχαιοελληνική ερμηνεία της λέξης «ΑΥΛΩΝ» σαν τοπωνύμιο στον χώρο του υψιπέδου, έχει απόλυτη ταύτιση. Είναι χώρος περί τα όρη, τα φαράγγια, τις κοιλάδες, τις χαράδρες, τα λιβάδια ,τον τόπον με νερά .

Η λέξη «ΑΥΛΙΣ» ερμηνεύεται ως τόπος που διαμένουν, διανυκτερεύουν, διημερεύουν, κάνουν καταυλισμό, οι διερχόμενοι.

Η γεωγραφική θέση της κοιλάδας του Γρεβενίτη και του υψιπέδου, ήταν το σταυροδρόμι  Ηπείρου –Μακεδονιας, Θεσσαλίας– Δυτικής Μακεδονίας. Είναι η θέση που συναντιούνται οι δίοδοι από την Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία προς την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Είναι η δίοδος του «μπουγάζι» της Σιάτιστας από την βόρεια Μακεδονία (Φλώρινα-Μοναστήρι) και η δίοδος του Χρωμίου από την Νοτιοανατολική Μακεδονία (Βέροια –Θεσσαλονίκη –Κατερίνη).

 Η θέση είναι περίπου στο μέσον της απόστασης Καστοριάς (Βόρεια Μακεδονία- Αλβανία) και Τρικάλων (Θεσσαλία). Σε εποχές που οι συγκοινωνίες γινόταν με ζώα (καραβάνια) ο χώρος της κοιλάδας και ειδικά του υψιπέδου, προσέφερε αυτά που οι αρχαιοελληνικές λέξεις ΑΥΛΩΝ –ΑΥΛΙΣ ορίζουν .

Για την ερμηνεία της προέλευσης της ονομασίας του οικιστικού χώρου ΑΥΛΕΣ, έχουμε δυο εκδοχές: Η πρώτη του Παπασερβερή -η λαϊκή, χρηστική εκδοχή (οικισμός σπιτιών με ΑΥΛΕΣ) – και η δεύτερη, του λόγιου (καθηγητής φιλολογίας) Ενεσλίδη, βαθύ γνώστη της αρχαιοελληνικής γραμματείας .          

Όποια ερμηνεία και εκδοχή και αν δεχθούμε δεν αλλάζει σε τίποτα την ουσία της λέξης ΑΥΛΕΣ  γιατί  έχουν κοινή ρίζα και έννοια.  

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνω αναφορά  σε ένα έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών, που συντάχθηκε από τον Ταγματάρχη και Διοικητή του Β’ Τάγματος Μηχανικού, Νικόλαου Θ. Σχινά με τίτλο ¨Οδοιπορικό Μακεδονίας το 1887¨. Το έγγραφο αναφέρεται στην οροθετική γραμμή Θεσσαλίας –Ηπείρου –Μακεδονίας. Αναφέρει λοιπόν: «Τα Γρεβενά έχουσι στρατηγικήν αξίαν ,διότι δι’αυτών τελείται η συγκοινωνία της μεσημβρινής Μακεδονίας μετά του ΒΔ μέρους της Θεσσαλίας και της Ηπείρου καθόσον εντεύθεν εκ Μακεδονιας διέρχονται αι από Κοζάνης ,Σιάτιστας και Βέροιας εις Μέτσοβο και Ιωάννινα άγουσαι.» (αρχείο Ιωάννη Λύτου).

Το στρατιωτικό έγγραφο αποδεικνύει το στρατηγικό ενδιαφέρον των Γρεβενών .

 

Από την μετάφραση του Γιάννη Τσιάρα, «Ταξίδι στην Δυτική Μακεδονία» (άνοιξη του1806) του Μπούκεβιλ, σελ.25.

«…Επειδή η κάτω πόλη, που μένουν Τούρκοι, είναι στη  μέση  από στεκούμενα νερά, χρειάστηκε να καβαλικέψω  ένα άλογο για να κάνω επίσκεψη στους επισήμους, που μένουν  

εκεί ….». Ο Μπούκεβιλ για να κυκλοφορήσει στην κάτω πόλη, καβαλίκεψε άλογο. Περιγράφει δηλαδή, πόσο δύσκολη ήταν η κυκλοφορία στους βαλτότοπους που ήταν κτισμένη η κάτω πόλη ( τα ΓΡΕΒΕΝΑ). 

Σελ.25

«…Απ’όπου βλέπει κανείς τον ταπεινών Μητροπολιτικό Ναό ,την Αρχιεπισκοπή, όπως και ένα ΕΛΛΗΝΙΚΟ Σχολείο που το προστατεύει ο Αρχιεπίσκοπος, παρηγοριά και αποκούμπι των πιστών …»

Ο Μπούκεβιλ περιγράφει «ταπεινόν Μητροπολιτικό Ναό» τον Άγιο Γεώργιο, την Αρχιεπισκοπή και ένα σχολείο, το οποίο είναι το Σχολείο που επανίδρυσε ο Άγιος ΚΟΣΜΑΣ. Πρόκειται για το σημερινό Γ’ Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών .         

     Σελ.27

«…δεν χρειάστηκε  τόση ταπεινοφροσύνη για τον Επίσκοπο που με φιλοξενουσε». Ο Πούκεβιλ φιλοξενήθηκε από τον Επίσκοπο στο Βαρόσι και όχι στην κάτω πόλη,  πιθανόν στον ξενώνα των Σημεών. Η περιγραφή του Πούκεβιλ και η αναφορά του Λαμπρίδη είναι η απόδειξη ότι, το Βαρόσι (ΑΥΛΕΣ) καθ’όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν ο πνευματικός, διοικητικός, εκπαιδευτικός, πολιτιστικός, πολιτισμικός χώρος των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών. Ήταν ο χώρος που δεν κατοικήθηκε ποτέ από Τούρκους. Σε αντίθεση με την κάτω πόλη που την κατοικούσαν Τούρκοι και ήταν δημιούργημά τους.      

Σελ 27

«…με βεβαίωσε, όμως, πως δεν υπάρχει άνθρωπος στο Βαρόσι, ούτε στην πόλη, που να φτάνει στα πενήντα του χρόνια. Τόσο θανατερές είναι οι θέρμες στο μέρος αυτό».

Είναι γνωστό ότι στα Γρεβενά μέχρι και την δεκαετία του 1930 θέριζαν η ελονοσία και η φυματίωση.    

   

 

 Tο Βαρόσι είναι ο χώρος που διαδραματίστηκε το τελευταίο, πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους κατακτητές, ιστορικό συμβάν. Η δολοφονία του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Αιμιλιανού Λαζαρίδη. Η δολοφονία του Αιμιλιανού αποτελεί, ίσως ,το κορυφαίο γεγονός στην ιστορία των Γρεβενών .Ο άγριος τρόπος της δολοφονίας του (κατακρεουργήθηκε) προσδιορίζει την αγριότητα των Νεότουρκων ,όπως, ονόμαζαν τους Τούρκους κατακτητές την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Διηγήσεις παλαιοτέρων (πατεράδων, παππούδων, γιαγιάδων) με προσωπικές εικόνες και μνήμες, δίνουν ιστορική μυθοπλασία με ορατά σημεία ανίχνευσης ιστορικής αλήθειας και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων .

Λέγεται ότι το   άλογο του Μητροπολίτη –το περιγράφουν σαν ατίθασο –έφυγε από τον Διάκο (Οικονόμου) την ώρα που το πότιζε στην βρύση της Μάνας και γύρισε στον στάβλο .

Η αδελφή του Μητροπολίτη (Δόμνα) το θεώρησε κακό οιωνό και τον παροτρύνε να αναβάλει για άλλη μέρα την επίσκεψη στις Γκριντάδες (Αιμιλιανός).

Απόλυτη και αδιαμφισβήτητη διήγηση (αναμνήσεις παιδικών χρόνων πατεράδων μας) λέει πως το άλογο του Μητροπολίτη ήρθε στον στάβλο μετά από δυο μέρες  με την σελά στα πλευρά και τα χαλινάρια να σέρνονται στο χώμα .Η επιστροφή του αλόγου ήταν η επιβεβαίωση του φόβου  της αδελφής του Μητροπολίτη .- Tον απειλούσαν να τον σκοτώσουν –

Τον φόβο αυτόν η αδελφή τον εκμυστηρεύτηκε στις γειτόνισσες, με της οποίες είχε καθημερινή επαφή.

 

Η αργοπορία της επιστροφής ήταν η επιβεβαίωση (απουσία δυο ημερών) της ανησυχίας της  αδελφής, η όποια πρώτη είχε εκφράσει τον φόβο και τον εκμυστηρεύτηκε στις γειτόνισσες (γιαγιά μου Αλεξάνδρα), ότι τον Δεσπότη θα τον σκοτώσουν (τον φάγαν τα σκυλιά ήταν η έκφραση).

Η είδηση της επιστροφής του αλόγου κινητοποίησε άμεσα τους Χριστιανούς προκρίτους και την Τουρκική διοίκηση. Σχημάτισαν απόσπασμα με οπλισμένους για την ανεύρεση του πτώματος και την καταδίωξη των δολοφόνων. Στην  ανεύρεση του πτώματος το άλογο ήταν αυτό που οδήγησε το απόσπασμα στον τόπο της σφαγής. Οι διηγήσεις (των παλαιοτέρων),ότι στην δολοφονία είχαν σχέση και Έλληνες Χριστιανοί και ότι επρόκειτο για προδοσία, δεν επιβεβαιώθηκαν και οι δολοφόνοι δεν συνελήφθησαν. Λέγεται ότι ο Μητροπολίτης συνήθιζε να ενημερώνει ανθρώπους που θεωρούσε της εμπιστοσύνης του για της περιοδείες του. Στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο οι Γκριντάδες (Αιμιλιανός) και τα γύρω χωριά (Ανθρακιά, Διάκος, Γεωργίτσα) ήταν περίπου τα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας με την σκλαβωμένη Μακεδονία. Στον χώρο των χωριών αυτών δρούσαν αντάρτικες ομάδες με της οποίες ο Μητροπολίτης, πιθανόν να  είχε επαφές και οι οποίες να προκαλούσαν τις απειλές για την ζωή του και  την δολοφονία του.  Ο ενταφιασμός του Μητροπολίτη έγινε στο ταφικό χώρο  του Άγιου Γεωργίου και μαρτυρία του Ευθ. Μπατσάρα (στον γράφοντα) συγγενής του την δεκαετία του 1920 ή το 1930 έκαναν την εκταφή και πήραν τα οστά του .   

    

 

 

Με την απελευθέρωση το 1912-13 έχουμε και το τέλος της ιστορικής περιόδου του χώρου δυτικά των Γρεβενών, ΑΥΛΕΣ αρχικά και αργότερα  ΒΑΡΟΣΙ. Με τα αναφερόμενα ιστορικά ευρήματα μπορούμε να έχουμε ιστορική περιγραφική-περιγραμματική αφήγηση .

Ο Βυζαντινός οικισμός ΑΥΛΕΣ ίσως να μην αποτελούσε συγκεκριμένο οικιστικό χώρο (χωριό) αλλά να ήταν ευρύτερος, με διάσπαρτους μικρούς οικισμούς (γεωργοκτηνοτροφικά νοικοκυριά – σόϊα), που καταλάμβαναν όλο το δυτικό τμήμα των Γρεβενών. Στο υψίπεδο στην θέση Λουμάκια, σημείο προσανατολισμού όλου του χώρου, ο οικισμός γύρω από τον Άγιο Γεώργιο επιλέχτηκε για να εγκατασταθεί και να γίνει η έδρα της Επισκοπής αρχικά και αργότερα της Μητρόπολης .Ο οικισμός στα Λουμάκια ,οι Ραχιώτες, η Γρεβιανή, το Λειψοκούκι, η Μπάρα, οι Κυδωνιές, η Μάνα, η Kεραμίδα, τα Κουπανάρικα, η Δόξα  και ο χώρος του Άγιου Δημήτριου Σειρινίου, μπορεί να αποτελούσαν τον ευρύτερο οικιστικό χώρο ΑΥΛΕΣ.

Σε εποχές που η οικονομία περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην Γεωργό-κτηνοτροφία και τα επαγγέλματα που παρήγαγε προς εξυπηρέτηση των αναγκών της, ο χώρος δικαιολογεί απόλυτα την λειτουργία μικρών και με αυτάρκεια προϊόντων οικισμών. Οικισμούς με αναπτυγμένη κτηνοτροφία (βοσκές –μαντριά) και καλλιέργειες γεωργικών προϊόντων, σιτηρών (για ανθρώπους) και κριθάρι-βρίζα-ραβί-καλαμπόκι για ζωοτροφές. Η άποψη αυτή, ίσως να δίνει την απάντηση σε ερωτήματα και απορίες παιδικών χρόνων της ύπαρξης εκτεταμένων χώρων με έντονα ίχνη πυρκαγιών (καρβουνιές) και υπολείμματα απολιθωμένων ξύλων (γριντιές), στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν ενδείξεις καταστροφής κτισμάτων (κατοικίες –μαντριά). Στο υψίπεδο από τα Λουμάκια μέχρι και το Σεϊτάν πηγάδι ,όταν τα αγροτεμάχια ήταν μικρά και δεν είχε συμβεί αυτό που σήμερα υπάρχει δηλαδή η εκτεταμένη και συνεχής άροση με τα τρακτέρ, εύκολα μπορούσαν να εντοπιστούν. Στο λιβάδι του Σεϊτάν πηγάδι μέχρι και την δεκαετία του 1970 ήταν έντονα τα σημάδια .Σήμερα, έμπειρο, επαγγελματικό, επιστημονικό μάτι ,ίσως  να αναγνωρίσει και να εντοπίσει ίχνη κατεστραμμένου οικισμού .

Η δυνατότητα οικονομίας, αλλά, και η στρατηγική σημασία του υψιπέδου να ήταν τα στοιχειά εκείνα που προκάλεσαν τα ιστορικά συμβάντα και γεγονότα . Η στρατηγικότητα του χώρου είναι τέτοια που ελέγχει όλες της συγκοινωνιακές διόδους (Μπουγάζι –Χρωμίου –Θεσσαλίας) προς την βόρεια Πίνδο (Βλαχοχώρια –Ήπειρο –Αλβανία). Σε όλο αυτόν τον ευρύτερο οικιστικό χώρο μέχρι το 1773 που εγκαταστάθηκαν οι εξισλαμισθέντες στον χώρο της σημερινής Κυρακαλής, δεν αναφέρεται Τούρκικος οικισμός ούτε εντοπίζονται τοπωνύμια.Υπάρχει μόνον το τοπωνύμιο Κονάκια. Είναι ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει  ο οικισμός της Αγάπης. Η λέξη Κονάκι στην Τουρκική γλωσσά σήμαινε ότι και οι Αρχαιοελληνικές ΑΥΛΕΣ –ΑΥΛΙΣ (τόπος προς διανυκτέρευση–καταυλισμός).

Τα ιστορικά γεγονότα του 1754 (καταστροφή του κάστρου στο Βαρόσι) και η μετέπειτα εγκατάσταση των εξισλαμισθέντων το 1773  στον χώρο της σημερινής  Κυρακαλής (ολική καταστροφή του οικισμού ΑΥΛΕΣ) να έχουν σχέση με τον στρατηγικό και όχι μόνο έλεγχο του χώρου. Έλεγχο των διαβάσεων (στράτες – μονοπάτια), αλλά και οικονομικό (κτήματα–βοσκές).

Στο ιστορικό δρώμενο της καταστροφής του κάστρου στο Βαρόσι το 1754 η απάντηση μπορεί να είναι  η εξής: Ο λόφος Λουμάκια, με την πιθανή μικρών απαιτήσεων οχύρωση (για προστασία ανθρώπων  και προϊόντων από ληστρικές επιδρομές) σε συνδυασμό με την μεγάλη γούρνα στους πρόποδες του λόφου, να αποτελούσαν ασφαλή τόπο για ΑΥΛΙΣΜΟ (διημέρευση, διανυκτέρευση, καταυλισμό, ξεκούρασης ανθρώπων και ζωών). Οι άνθρωποι και τα προϊόντα στην οχυρωμένη κορυφή και τα ζώα (μεταφορικά άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και, πιθανόν, καμήλες) στην προστασία που προσέφερε η αμφιθεατρική τοπογραφία της γούρνας.

 Ο Ελληνικός οικισμός στο μέσον του λόφου Λουμάκια έλεγχε και τα περάσματα προς τα Γιάννενα (Γιαννόστρατα: ο δρόμος διπλά από τα σημερινά νεκροταφεία) και προς τον ορεινό όγκο (Βλαχόστρατα: στον αυχένα του Άγιου Γεώργιου, Δοξαρά-Έλατο –Μαυρονόρος κτλ) και να ήταν (οικονομικά) ανταγωνιστικός με τον χώρο που έλεγχαν οι Τούρκοι  (ΚΟΝΑΚΙΑ). Δεν αποκλείεται. λοιπόν, η πιθανή ανταγωνιστικότητα να έφερε την καταστροφή.

Στο ιστορικό δρώμενο της εγκατάστασης το 1773 των εξισλαμισθέντων, το σημείο που επιλέχτηκε ελέγχει της διόδους που οδηγούν  βορειοδυτικά της Πίνδου (Πεντάλοφο-Επταχώρι –Αλβανία). Αν συνδέσουμε τα δυο ιστορικά γεγονότα και με την χρονική διάφορα των 19 χρόνων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, είχαν σαν στόχο τον έλεγχο των περασμάτων (στράτες –μονοπάτια), αλλά και οικονομικό (κτήματα –βοσκές στους εξισλαμισθέντες).

Αν δεχθούμε την άποψη ότι,οι ΑΥΛΕΣ δεν ήταν συγκεκριμένος οικισμός (χωριό) αλλά ευρύτερος χώρος, μπορούμε να έχουμε απαντήσεις σε απορίες και ερωτήματα. Η απάντηση π.χ. στην ερώτηση: που μπορεί να ήταν το κάστρο στο Βαρόσι και πότε άρχισε να κτίζεται (Αποστ.Παπαδημητριου) μπορεί να είναι: ο οικιστικός χώρος που καταλάμβανε το Βαρόσι ήταν μέρος του εκτεταμένου Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ και ο λόφος Λουμακια να είχε μια κάποια οχύρωση. Το σχολειό που έκαψαν οι Αλβανοί να ήταν το ίδιο που επανίδρυσε ο Άγιος Κοσμάς, όταν επισκέφτηκε την έδρα της Μητρόπολης ΑΥΛΕΣ και το βρήκε κατεστραμμένο. Η οριστική καταστροφή το 1773 του οικιστικού χώρου ΑΥΛΕΣ, ανάγκασε τους Ελληνικούς πληθυσμούς του ευρύτερου χώρου (Ραχιώτες–Γρεβιανής–Λειψοκούκι) να μετακινηθούν νοτιότερα στον χώρο του σημερινού Κούρβουλου και στο Βαρόσι. Τελικό αποτέλεσμα της καταστροφής ήταν να λησμονηθεί η ονομασία του χώρου, ως ΑΥΛΕΣ και να επικράτησαν τα αποτελέσματα που έφερε η καταστροφή Καρακόλι-Κούρβουλο –Βαροσι.

Σήμερα, μπορεί η άποψη της στρατηγικής σημασίας του υψιπέδου να φαντάζει απλοϊκή. Σε εποχές, όμως, που οι μεταφορές, τα ταξίδια, οι μετακινήσεις ανθρώπων και ζωών γινόταν με ζώα (καραβάνια), ο έλεγχος  ήταν επιτακτική ανάγκη και όποιος είχε την δύναμη και την εξουσία την επέβαλε.Τα μεταφορικά-ταξιδιωτικά καραβάνια, με εκατοντάδες ζώα και ανθρώπους, οι μετακινήσεις των ορεινών πληθυσμών (Κουπατσαραίοι–Βλάχοι) με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και εκατοντάδες χιλιάδες ζώα, ήταν συνεχής στην μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου (εκτός χειμώνα ).

Την δυνατότητα του χώρου που καταλάμβανε ο οικιστικός χώρος ΑΥΛΕΣ να παράσχει οικονομία και την στρατηγική του σημασία , πρώτοι αντιλήφτηκαν και αναγνώρισαν οι Βυζαντινοί και τον όρισαν σαν έδρα, πρώτα Επισκοπής και αργότερα Μητροπολιτικής και λειτούργησε σαν διοικητική Βυζαντινή επαρχεία. Επαρχεία ΑΥΛΥΩΝΟΣ.

Μετέπειτα, οι Τούρκοι, αναγνωρίζοντας την σημασία, εγκατέστησαν στρατό (σημερινή ορολογία, στρατιωτική βάση) για να ελέγχουν τον ευρύτερο χώρο.

Η Βυζαντινή επαρχεία ΑΥΛΙΩΝΟΣ με έδρα της ΑΥΛΕΣ και με Μητροπολιτικό Ναό τον Άγιο Γεώργιο, η Τουρκική επαρχεία ΓΡΕΒΕΝΟ, με Μητροπολιτική έδρα το ΒΑΡΟΣΙ και Μητροπολιτικό Ναό τον Άγιο Γεώργιο, με την απελευθέρωση η επαρχεία ΓΡΕΒΕΝΩΝ Νομού Κοζάνης και από το 1965 Νομός ΓΡΕΒΕΝΩΝ, είναι περιοχές που, διαχρονικά, τα όρια και τα  σύνορα τους συμπίπτουν και σε πολλά σημεία  ταυτίζονται                

  

            

 

Την περίοδο πριν την απελευθέρωση του 1912-13 μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε σαν ηρωική και ιστορική περίοδο. Την περίοδο που ο οικισμός αποτελούσε το Εθνικό –Διοικητικό –Πνευματικό –Πολιτιστικό- Πολιτισμικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής που προσδιορίζει την Μητρόπολη Γρεβενών. Ίσως, στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τον οικισμό Βαρόσι από τα Γρεβενά. Το Βαρόσι ήταν αυθεντικός οικισμός αυτόχθονων  Μακεδόνων Ελληνικής Εθνότητας και η ιστορική συνεχεία του Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ, όπως και η γλωσσά  ήταν η Ελληνική. Όσον αφορά  το σύνολο του πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής  που καταλάμβανε η Μητρόπολη Γρεβενών,  χαρακτηρίζεται ως Κουπατσιαραίοι. Σε αντίθεση με τα Γρεβενά, που είναι τεχνικός οικισμός που δημιουργήθηκε από την Τουρκική διοίκηση για να ελέγχει τον, στρατηγικής σημασίας, ευρύτερο χώρο, μετατρέποντάς τον σε Διοικητικό, Στρατιωτικό και Εμπορικό κέντρο.

 Η περίοδος μετά την απελευθέρωση είναι η περίοδος που αρχίζει η παρακμή του οικισμού . Η Ελληνική διοίκηση που αντικαθιστά την Τουρκική εγκαθιστάτε στην σημερινή πόλη των Γρεβενών, που γίνεται κοινότητα. Σαν ιστορικό γεγονός, ίσως θα πρέπει να αναφερθεί  ότι, την ιστορική περίοδο του μεγάλου διχασμό -το 1917- τα σύνορα της παλαιάς Ελλάδας (Βασιλική) και του κινήματος του Βενιζέλου (Βενιζελική) ήταν το ρέμα στα ριζά του οικισμού που χωρίζει τον Κισλά από τα Λουμακια. Από τους πρώτους κοινοτάρχες, οι δυο είναι κάτοικοι Βαροσιου . Ο πρώτος είναι ο Ζαρκοδήμος, ο οποίος είχε μια πολυτάραχη κοινοτική περίοδο (εξορίστηκε από της δύναμης της Α.Ν.Τ) και ο δεύτερος ήταν ο γιατρός Βασιλόπουλος .΄

 

Την δεκαετία του 1920 [1926], με Μητροπολίτη τον Παπανικολάου (της γνωστή οικογένειας μέχρι και το 1970), η Μητροπολιτική έδρα μεταφέρετε στην πόλη των Γρεβενών και η Ευαγγελίστρια γίνετε Μητροπολιτικός Ναός .Το κτήριο της Μητρόπολης εγκαταλείπεται, καταρρέει και με τα δομικά υλικά (πέτρα) ο Βασιλόπουλος κτίζει ένα μεγάλο οίκημα στον  χώρο δίπλα από το σπίτι του,  το οποίο νοικιάζει στο Δημόσιο και χρησιμοποιείται σαν φύλακες .

 

 

 

Την δεκαετία του 1930, ο οικισμός έχει εγκαταλειφθεί και έχει περιθωριοποιηθεί σε βαθμό που να μην θυμίζει τίποτα από το ένδοξο παρελθόν του. Η ενορία πλέον του Βαροσίου μένει χωρίς μόνιμο ιερέα, το σχολειό υπολειτουργεί χωρίς μόνιμο δάσκαλο, η δε πυρκαγιά που έκαψε τον Βυζαντινό Ναό του Άγιου Γεώργιου το 1937, ανήμερα της εορτής του Άγιου Γεώργιου και ημέρα που παραδοσιακά τελούνταν μεγάλη Αρχιερατική λειτουργιά, ήταν η ολοκλήρωση της πλήρους και οριστικής παρακμής του οικισμού. Μαρτυρία αυτόπτη μαρτύρα της πυρκαγιάς, της Ιφιγένειας Φαρμάκη-Χαντάβα (διήγηση της ίδιας στον γράφοντα) εκφράζει την υποψία ότι, η πυρκαγιά που κατέστρεψε τον Ναό πιθανόν να ήταν εμπρησμός επειδή δεν βρεθήκαν τα μεταλλικά ιερά σκέβη της θείας μετάληψης  (πιθανόν χρυσά) και άλλα αντικείμενα κάποιας οικονομικής άξιας .   

 

     

 

Την δεκαετία του 1940 με τον Β/Παγκόσμιο πόλεμο, την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο με τα τραγικά αποτελέσματα (κυνηγητά -μίση – πάθη- φυλακές – εξορίες) ο οικισμός βρίσκεται σε τροχιά πλήρους μαρασμού, παρακμής, περιθωριοποίησης και απαξίωσης. Είναι η δεκαετία που τον οικισμό χαρακτηρίζουν δυο αρνητικά στοιχεία, που στην συνείδηση των νεότερων εσφαλμένα πέρασαν σαν ιστορικά και κοινωνικά. Η λειτουργία των φυλακών από τα μέσα του 1920 γίνετε ιστορικό σημείο αναφοράς . Η εγκατάσταση στον οικισμό ανθρώπων των χαμηλότερων οικονομικών τάξεων (φθηνά οικόπεδα) και χαμηλής μόρφωσης, εδραιώνουν τον οικισμό (απαξιωτικά) σαν Γυφτοβαρόσι.

 Στο σημείο αυτό θα διαφωνήσω με τον αγαπητό μου Απόστολο Παπαδημητρίου που χρησιμοποιεί σαν ιστορική πηγή την άποψη του Δριζη ότι, στο Βαροσι υπήρχαν λίγα καλυβόσπιτα που τα κατοικούσαν Γιούφτοι. Ο αγαπητός Απόστολος έχει πλήρη εικόνα των κτισμάτων – των κατοίκων –την ιστορικότητα  του Αγίου Γεωργίου- και γενικά του επίπεδου ζωής και μόρφωσης των ανθρώπων που κατοικούσαν τον οικισμό .Ήταν τακτικός επισκέπτης οικογενειών (Ζιώγα- Κραϊα- Τσαμπαρδούκα -Τζημουρώτα κ.α) και το Βαροσι ήταν ο χώρος δραστηριοτήτων των παιδικών του χρονών .                                            

 

 

Η δεκαετία του 1950 είναι η δεκαετία που τα αποτελέσματα του 1940 δημιουργούν τις προϋποθέσεις της σημερινής εξέλιξης του οικισμού. Κτίζεται – το 1951- ο Άγιος Γεώργιος στην θέση που ήταν κτισμένος ο Βυζαντινός Ναός. Το 1958 το σχολειό μεταφέρεται από τον αρχικό ιστορικό του  χώρο  στον σημερινό. Με την λήξη του εμφυλίου πολέμου, με τις γνωστές πληγές, στον οικισμό παραμένουν πολλά νοικοκυριά από αυτά που ονομαζόταν “καταδιωκόμενοι”. Η δεκαετία αυτή είναι η δεκαετία που μπορούμε να ανιχνεύσουμε ιστορικά στοιχεία σχετικά  με την κοινωνική λειτουργία, την δόμηση και την ρυμοτομία ..  και να σκιαγραφήσουμε την λειτουργία του οικισμού σαν διοικητικό-πνευματικό –οικονομικό κέντρο      

Η λειτουργία, λοιπόν, του οικισμού περιστρέφεται γύρω από δυο πόλους Την Μητρόπολη με τον Άγιο Γεώργιο και τις τρεις βρύσες. Τα νοικοκυριά που μπορούμε να καταγράψουμε και να τα χαρακτηρίσουμε σαν «ιστορικά» είναι περίπου σαράντα (40).

            Ο κορμός του οικισμού αποτελείται περίπου από τα εξής νοικοκυριά:

Φαρμάκη –Καφτεράνη –Χαντάβα –Νασιόβα –Μπαρτζιούμα –Παπασερβερή –Παπαδάμου-Στόκα-Γκίτση–Κόραβου –Γιώτα –Δημόπουλου –Ζηγκουστιότη – Ζιώγα – Νάστου – Τζόκα – Λαφαζάνη – Παπανικολάου – Βασιλόπουλου – Τσιουκαντάνα – Τζημουρώτα – ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ – Τσαμπαρδούκα – Παπαθεοδώρου – Ζαρκογιάννη – Μπαμπαϊάχου – Συμεών –

 Ζαρκοδήμου –Ζιαμπέκα –Μπουλοτέγου –Ζέρβα –Μπουκλά –Λήρα – Μπατσάρα – Μακρή –Σβώλου –Τσιαρσιωτη –Σπίρτου – Μαγκουϊα.

Οι κατοικίες των προαναφερόμενων νοικοκυριών έχουν τα δομικά χαρακτηριστικά της εποχής προ του 1930, με άγνωστο χρόνο οικοδόμησης. Πιθανόν πολλά από αυτά να έχουν χρόνο κτίσης το 1773.

Απομεινάρια της εποχής αυτής είναι: Το υπόλοιπο της μάντρας των Τσαμπαρδουκαίων και η κατοικία των Καφτεραναίων την οποία την δεκαετία του 1960 την μετασκεύασαν και από διώροφη την έκαναν μονώροφη και χρησιμοποιείται σαν κατοικία μέχρι και σήμερα 16/8/2012

 

Tα χαρακτηριστικά που έφτασαν μέχρι και τις δεκαετίες του 1950- 60 είναι ικανά να μας δώσουν την εικόνα του οικισμού και να σκιαγραφήσουμε την λειτουργία του στην ιστορική του πορεία και διαδρομή. Η ρυμοτομία και η δόμηση του οικισμού είχαν σαν κύριο άξονα τις τρεις Βρύσες .Οι δρόμοι που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των νοικοκυριών είχαν προσανατολισμό, πρόσβαση, προσέγγιση, προορισμό σε αυτές. Ήταν τρεις βρύσες, διαφορετικές πήγες σε ποσότητα, ποιότητα και χημικής σύνθεσης νερό. Σε εποχές που το νερό δεν μεταφέρονταν οι άνθρωποι κατοικούσαν και δημιουργούσαν οικισμούς όπου αυτό υπήρχε. Στον χώρο στο μέσον του λόφου Λουμάκια, το νερό ήταν άφθονο, καλής ποιότητας και μπορεί να δικαιολογεί δημιουργία και λειτουργία αρχαϊκού οικισμού (ΑΥΛΕΣ). Τα νοικοκυριά γύρω από την Μητρόπολη  εξυπηρετούνταν από τον κύριο άξονα που περνούσε κάτω από τον πλάτανο, διέσχιζε διαγώνια την πλαγιά (σημερινό πάρκο) μπροστά από το σπίτι του Μπαμπαϊάχου, έβγαινε στην πλατεία και ήταν στρωμένος με πέτρες (καλντερίμι). Αναφέρομαι μόνον στον δρόμο αυτό, γιατί είναι το μόνο σημείο που ρυμοτομικά έχει γίνει βασική παρέμβαση. Η διάνοιξη του σημερινού δρόμου έγινε τα μέσα του 1950, δημαρχούντος του Νικ. Σιούλη και περνά από το λιβάδι της Μητρόπολης, χώρο των παιδικών μας παιχνιδιών.Οι υπόλοιποι δρόμοι είναι οι ίδιοι, όπως υπήρχαν και λειτουργούσαν από τα ιστορικά χρόνια του οικισμού .

 

 

Ο οικισμός, όπως προανέφερα, ήταν δομημένος περιμετρικά της λεκάνης  απορροής των όμβριων υδάτων. Οι κατοικίες και τα κτίσματα στην πλειονότητά τους είχαν σαν δομικό υλικό το χώμα [πλιθιά]. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ήταν, όπως τα περιγράφει ο Παπασερβερής με αβλές, στάβλους, κήπους, με οπορωφόρα δένδρα. Ήταν επίσης, περιμαντρωμένα  και περιφραγμένα. Τη ποιότητα των κατασκευών για τα δεδομένα των ιστορικών χρονικών περιόδων, μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε πολύ καλή και ακριβή σε κόστος. Η ποιότητα και το κόστος λοιπόν, μαρτυρούν πλούτο και ποιότητα ανθρώπων (αρχοντιά). Το δομικό υλικό (πλιθιά)  επειδή αρχιτεκτονικά υστερεί σε σχέση με την πέτρα, έδινε την εντύπωση και δημιουργούσε την άποψη της κακής ποιότητας και χαμηλού κόστους κατασκευής. Αν, όμως, η εξωτερική αρχιτεκτονική όψη δεν εντυπωσίαζε, η εσωτερική τους είχε τα χαρακτηριστικά των Μακεδονικών Αρχοντικών (Σιάτιστας – Καστοριάς  -Κοζάνης). Αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά μπορούμε να τα εντοπίσουμε στο ισόγειο, τον όροφο, το υπόγειο, τους βοηθητικούς χώρους, το μαγειρειό και τον στάβλο. Το ισόγειο ήταν ο χώρος που λειτουργούσε στην καθημερινότητα της η οικογένεια. Ήταν το καθημερινό (μαντσάτο) με το τζάκι για θέρμανση, τις μασαντρες [ντουλάπες ]για αποθήκευση ρούχων και κλινοσκεπασμάτων (βελέντζες–κιλίμια), τα σεργκένια (χώροι κάτω από τις μεσαντρες) για αποθήκευση παπουτσιών (τσαρούχια) και αντικείμενα νοικοκυριού.

Στο δε δεύτερο δωμάτιο, συνήθως ζούσαν οι παππούδες και οι  γιαγιάδες, που φρόντιζαν τα εγγόνια. Ο όροφος αποτελούνταν από την σάλα (υποδοχή- σημερινό σαλόνι) και από δυο ή και περισσότερα δωμάτια. Περιμετρικά της σάλας υπήρχαν τα μιντέρια (καναπέδες). Τα δωμάτια του ορόφου χρησίμευαν σαν υπνοδωμάτια (κρεβατοκάμαρα –παιδικά) .Το υπόγειο ήταν ο χώρος φύλαξης και συντήρησης προϊόντων και εργαλείων.

Υπήρχαν, επίσης, αμπάρια για αποθήκευση δημητριακών (σιτάρι- άλευρα), βαρέλια για υγρά προϊόντα (κρασιά–ρακές), κιούπια για αποθήκευση προκατασκευασμένων τροφίμων (ρετσέλια-τουρσιά κ.α.), καδιά και δερμάτια για κτηνοτροφικά προϊόντα (τυριά –λίγδες –παστά κ.α.).

 Βασικός χώρος ήταν το μαγειρειό. Ήταν, κυρίως, ο χώρος της καθημερινότητας της νοικοκυράς και εκεί βρισκότανε όλο το νοικοκυριό της οικογένειας. Ήταν ο χώρος που η νοικοκυρά μαγείρευε, έπλενε ενώ εκεί λουζόταν και ολόκληρη η οικογένεια. Επίσης, εκεί βρισκότανε ο φούρνος, οι γάστρες, ο αργαλιός και ότι άλλο μπορούσε να είναι χρήσιμο στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε οικογένειας (καρδάρια–δρεπάνια κ.α.). Ο στάβλος ήταν συνήθως απομονωμένος και ήταν ανάλογα με το επάγγελμα του νοικοκύρη μικρός (για ένα δυο ζώα) ή μεγάλος, για εξυπηρέτηση επαγγελματικών αναγκών .

 

 

Η ανίχνευση και προσέγγιση της λειτουργίας του οικισμού σαν κοινωνικοοικονομικό σύνολο περιστρέφεται γύρω από τις ανάγκες της Μητρόπολης και του Ναού του Αγίου Γεωργίου. Τα νοικοκυριά των κατοικιών των Τζόκα- Νάστου- Βασιλόπουλου –Μπαμπαϊάχου – Γκαβρά – Συμεών –Παπαθεοδώρου – Τσαμπαρδούκα – Τζημουρώτα – Τζιουγκαντάνα –Παπανικολάου- Λαφαζάνη,  αποτελούν τον άμεσο περίγυρο της Μητρόπολης και του Αγίου Γεωργίου. Η προσέγγιση γίνεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η ανίχνευση από τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να είχαν τα νοικοκυριά στην διάρκεια της ιστορικής πορείας και διαδρομής του οικισμού. Η κατοικία π.χ. του Λαφαζανη (Τζιατζια) με τον μικρό στάβλο για δυο τρία ζώα στο υπόγειο του σπιτιού, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το σπίτι του ιπποκόμου του Μητροπολίτη. Τον άνθρωπο που πιθανόν να φρόντιζε τα άλογα και να συνόδευε τον Μητροπολίτη, όταν εκείνος περιόδευε στης ενορίες.

Σε εποχές που οι Μητροπόλεις συντηρούνταν από προσφορές των ενοριών σε γεωκτηνοτροφικά προϊόντα ή και σε παραγωγή των ίδιων των Μητροπόλεων από δικά τους κτήματα, τα νοικοκυριά των Παπανικολάου (Γεωργούλα), Τζιουγκαντάνα και Τζημουρώτα πιθανόν να ασχολούνταν με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες.

Το σπίτι των Παπανικολάου (Γεωργούλα) με τον μεγάλο αύλειο χώρο και την άμεση πρόσβαση στα χωράφια (λιβάδια), πιθανόν να δεχόταν τις προσφορές των ενοριών σε ζώα ή και να εκτρέφανε.

Το σπίτι του Τζημουρώτα με τα  αμπάρια και τα βαρέλια στο ισόγειο, πιθανόν να δεχόταν της  προσφορές των ενοριών σε γεωργικά προϊόντα ή και σε παραγωγή (το αλώνι μπροστά από το σπίτι πιθανόν να δικαιολογεί  την άποψη αυτή).

 Τα σπίτια των Τσαμπαρδουκεων και του Παπαθεοδώρου είχαν άμεση σχέση με την Μητρόπολη . Πιθανόν τα νοικοκυριά των κατοικιών να αποτελούσαν το άμεσο περιβάλλον του Μητροπολίτη (ιερείς–γραμματείς). Ίσως θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στις τρεις πορτοπούλες που υπήρχαν στην μάντρα που περιέβαλε το σπίτι των Τσαμπαρδουκεων και που πιθανόν να αποτελούσαν εξόδους κινδύνου. Η μια ήταν προς την Μητρόπολη και είχε άμεση πρόσβαση  (Νηπιαγωγείο), η δεύτερη στο μπροστινό μέρος των σημερινών κατοικιών και η τρίτη προς το αλώνι του Τζημουρώτα.

 Οι πορτοπούλες μπορούμε να πούμε πως είχαν στρατηγική λογική γιατί προσέφεραν εύκολη, γρήγορη και ασφαλή διαφυγή από πιθανό κίνδυνο (σσ αναφέρω οικογενειακή μυθοπλασία η οποία περιγράφει απαγωγή παπαδιάς από ληστές και απαίτηση λύτρων (λίρες) ίσων με το βάρος της).

Οι οικογένειες και οι κατοικίες των Σιμέων – αρχέγονη οικογένεια του οικισμού- εκφράζουν την ιστορική πορεία ακμής και παρακμής του οικισμού. Οι κατοικίες της οικογένειας, όπως έφτασαν μέχρι και την δεκαετία του 1970, ήταν τρεις και κάθε μια είχε ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Η κύρια κατοικία ήταν κτισμένη με πέτρα και μάλιστα με πωρόλιθο, δείγμα πλούτου. Το δεύτερο κτίσμα, που σε κάποια ιστορική περίοδο πιθανόν να χρησίμεψε σαν ξενώνας, κατέρρευσε στα μέσα του1950.  Το τρίτο κτίσμα (πουλήθηκε στους Γκατζημαίους  οι οποίοι το κατοικούσαν) με τα τρία δωμάτια στον όροφο και με τον ευρύχωρο στάβλο στο υπόγειο, ο οποίος, παρεπιπτόντως, συγκοινωνούσε με τον όροφο με εσωτερική σκάλα (γκλαβανη), πιθανόν να κατοικούνταν από το βοηθητικό προσωπικό (χουσμικιάριδες).

Στο μαγειρειό της κύριας κατοικίας υπήρχε χειροκίνητος μύλος. Ήταν δυο μυλόπετρες οι οποίες περιστρέφονταν από ένα σύστημα μοχλών. Η περιστροφή συνέτριβε τους σπόρους και έδιναν αλεύρι (σιτάρι) ή ζωοτροφές (κριθάρι, καλαμπόκι, ρόβι κ.α.). Η λειτουργία του μύλου και το αλώνι δείχνουν ότι τα νοικοκυριά είχαν άμεση σχέση με αγροτικές εργασίες και παραγωγές.

Το ενδιάμεσο κτίσμα που, πιθανόν, να λειτουργούσε σαν ξενώνας, ήταν διώροφο. (Άκουσμα από την Αθηνά Σίμου: «Ήμασταν πλούσιοι, είχαμε και ξενοδοχείο»). Την λειτουργία του κτίσματος σαν ξενώνα την μαρτυρούσε ο τρόπος δόμησης και η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου. Το κτίσμα ήταν ορθογώνιο, με έναν κεντρικό διάδρομο δεξιά και αριστερά του οποίου ήταν τα δωμάτια. Στοιχείο που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν πολιτιστικό και πολιτισμικό είναι η τοιχογραφία που υπήρχε. Παιδική μνήμη και ανάμνηση εντοπίζει παράσταση να απεικονίζει τον Μέγα Αλέξανδρο με περικεφαλαία και φουστανέλα, με όρθιο το σπαθί στο χέρι, μια γοργόνα να αναδύεται μέσα από την θάλασσα και στο  βάθος ο ήλιος.

Στο σημείο αυτό να αναφερθώ (σαν πολιτιστικό και πολιτισμικό στοιχείο) στο ψηφιδωτό –δεν υπάρχουν μνήμες απεικόνισης της παράστασης- που υπήρχε στο πάτωμα του παλιού σπιτιού του Αντώνη Τσιαρσιωτη στην Μάνα.

Στο τρίτο κτίσμα, ο επάνω όροφος συγκοινωνούσε με τον στάβλο με επίπεδη πόρτα (γκλαβανη) και μια εσωτερική σκάλα κατέβαινε στον ευρύχωρο και πλακόστρωτο στάβλο.  Η φθορά του πλακόστρωτου στον στάβλο αλλά και αυτή του πλακόστρωτου της αυλής μαρτυρούσαν ότι επρόκειτο για στάβλο αλόγων (φθορά από πέταλα). Στην είσοδο του μαγειρείου υπήρχαν τρία δοκάρια σε σχήμα Π. Λέγεται ότι χρησίμευαν σαν ζυγαριά, όπου κρεμούσαν και μετρούσαν καντάρια. Η περιγραφή και η προσέγγιση γίνεται σε εποχή πλήρους παρακμής και λησμονιάς. Αν συνθέσουμε τον τρόπο λειτουργίας ανθρώπων και χώρου σε χρόνους ακμής και δόξας θα έχουμε: Ανθρώπους να λειτουργούν στον πρωτογενή τομέα (γεωργοκτηνοτροφία), στο εμπόριο, στις μεταφορές (άλογα, ζυγαριές κλπ) και στην παροχή υπηρεσιών (ξενώνας).

Η αναφορά στα ανωτέρω νοικοκυριά και στις κατοικίες τους γίνεται γιατί τα χαρακτηριστικά τους ήταν έντονα αναγνωρίσιμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα ήταν λιγότερο σημαντικά. Του Τζόκα π.χ. το σπίτι ήταν σπίτι παπά (Παπατζόκας). Στο σπίτι τΟΥ Παπαθεοδώρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 κατοικούσε ο Παπαραχαβελιας.

Στην ιστορική έρευνα του Ραχού (Σελ.42), από διήγηση του Παπασερβερή αναφέρονται ονόματα με πρώτο συνθετικό το προσδιοριστικό Παπάς. Πχ: Παπαγιώργης, Παπαλεξόπουλος, Παπαμήτρος, Παπαγιώργος Βίτσιος, Παπαγιάννης Λογοθέτης. Η ονοματολογία αποδεικνύει την άμεση σχέση των κατοίκων του οικισμού με την λειτουργικότητα της Μητρόπολης .

 Αν παρατηρήσουμε τον περιβάλλοντα χώρο και τον χώρο που είναι κτισμένο το Βαροσι θα δούμε ότι ο χώρος είναι τέτοιος που μπορεί να παράσχει πρωτογενή οικονομία .Το υψίπεδο με τις πολλές κοιλάδες και τα πολλά επιφανειακά νερά (βάρκα), έδιναν πολλούς και πλούσιους βοσκότοπους για μικρά (αμνοερίφια) και μεγάλα ζώα (βοοειδή – άλογα).

Τα πρανή του λόφου με της ομαλές κλίσεις, ήταν κατάλληλα για καλλιέργεια αμπελιών και οπωροφόρων δένδρων. Μέχρι και την δεκαετία του 1970 ήταν έντονα φανερά τα σημάδια της εκτεταμένης αμπελουργίας (σκηνές παιδικών αναμνήσεων και ενθυμήσεων, να τρώμε σταφύλια από άγρια κούτσουρα –μοσχάτα- είναι η επιβεβαίωση).

Οι κοιλάδες της Δόξας του Δοξανίτη και το κεφαλόβρυσο της Κεραμίδας με τα πολλά νερά, έδιναν κτήματα υψηλής καλλιεργητικής απόδοσης (απόδειξη της γονιμότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί η πληθώρα των αλωνιών, καθώς κάθε νοικοκυριό είχε το δικό του).

Από το νερό του κεφαλόβρυσου της Κεραμίδας αρδεύονταν όλα τα κτήματα από το ύψος του καταστήματος του Τζιότζιου μέχρι το παλαιό νεκροταφείο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 το νερό δεσμεύεται από τον Δήμο και χρησιμοποιείται για την υδροδότηση του Σουλίου (για τους παλαιότερους το ¨Ντεπόζιτο¨). Πρόκειται για το πρώτο έργο υδροδότησης του Δήμου Γρεβενών.

Αυτά λοιπόν τα στοιχεία, μπορούν να αποτελέσουν σημεία έρευνας, ώστε να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:

Α) Γιατί στον οικισμό δεν εντοπίζονται, πλην ελαχίστων, αρχέγονα νοικοκυριά  (Τσιαρσιωταίων, Σιμαίων, Μπατσαραίων, Λυραίων) σε αντίθεση με τις κατοικίες οι οποίες είναι αναγνωρίσιμες μέχρι και την δεκαετία του 1980;

Β) Πώς και γιατί τα κτήματα γύρο από τον Άγιο Γεώργιο είναι σχετικά μεγάλα και τα κατέχουν άνθρωποι των οποίων η εγκατάσταση τους στον οικισμό είναι ανιχνεύσιμη (Κοτσοβόλου, Τζημουρώτα, Ζαρκοδήμου, Μπαγκούια, Φαρμακαίων, Καφτεραναίων, Σαμαρά;

Μια πιθανή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, μπορεί να είναι η εξής: Το αγροτικό κτήμα του λόφου Λουμάκια να ήταν ιδιοκτησία της Μητρόπολης ή να ήταν μετόχι της Μόνης του Σπηλαίου, που μπορεί σε κάποια ιστορική περίοδο να παραχωρήθηκε στην Μητρόπολη για ¨εκμετάλλευση¨.

Η άποψη ότι το κτήμα μπορεί να αποτελούσε ιδιοκτησία της Μητρόπολης, συμπεραίνεται από ακριτομυθίες (κουτσομπολιά) και μαρτυρίες παλαιότερων. Λέγεται – και ο χρόνος πώλησης των κτημάτων συμπίπτει (αρχές 1900-30) – ότι πουλήθηκαν για να κτιστεί ο Ναός της Ευαγγελίστριας. Οι εργασίες ανέγερσής του εντοπίζονται στα τέλη του 1890 αρχές 1900.

Άκουσμα του γράφοντα από την θεια μου, Αναστασία Προκοπίου- Τσαμπαρδουκα. «Τα πούλησαν για να κτίσουν την Ευαγγελίστρια και τα τζάποναν οι ίδιοι» ήταν η χαρακτηριστική της έκφραση.

 Μαρτυρία του Ευθύμιου Μπατσαρα, υπερήλικα 92 χρονών: Το χωράφι του Κοτσόβουλου (κλέφτης) πουλήθηκε από τον Μητροπολίτη Παπανικολάου. Ο Παπανικολάου με τα χρήματα της πώλησης του χωραφιού και της κατοικίας του (Βαρόσι) τα χρησιμοποίησε  για να κτίσει την κατοικία του, που χρησίμευε και για γραφεία της Μητρόπολης μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν κτίστηκε η σημερινή Μητρόπολη.

Στην πρώτη απορία και ερώτηση, γιατί στον οικισμό δεν εντοπίζονται αρχέγοννοικοκυριά, πλην ελαχίστων, η απάντηση μπορεί να συναρτάται  με το ιδιοκτησιακό  του αγροκτήματος  που περιβάλει τον λόφο Λουμακια. Δηλαδή, να ανήκε στην Μητρόπολη και οι άνθρωποι να εργάζονταν (χουσμικιαριδες, έκφραση της εποχής) στα κτήματα ή στην εκτροφή ζώων και οι ίδιοι να ήταν ακτήμονες. Το ίδιο πιθανόν να συνέβη και με τους άμεσα εξαρτώμενους επαγγελματικά με την λειτουργία της Μητρόπολης (γραμματείς – ιερείς κ.λπ.).

 Όταν λοιπόν άρχισε η πώληση των κτημάτων, μπορεί να έμειναν άνεργοι και να αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον οικισμό. Τα ελάχιστα αρχέγονα  νοικοκυριά που εντοπίζονται είναι ιδιοκτήτες γης.

Οικογένειες που εντοπίζονται και είναι αναγνωρίσιμες σαν αρχέγονες κάτοικοι του οικισμού και ευρύτερα του Δήμου Γρεβενών είναι : Τσιαρσιωταίοι –Σιμαίοι- Λυραίοι –Μπατσαραίοι- Σπίρταίοι –Γκαβραίοι και ελάχιστων ακόμη που ενδεχομένως να διαφεύγουν της αντίληψης του γράφοντα.

Από την ιστορική έρευνα του Ραχού (σελ. 42) σε διήγηση του Παπασερβερή αναφέρονται ονόματα κατοίκων, όπως: Αθανάσιος Ζαμίχος, Εμμανουήλ Γκατσουγιάνης,  Παπαγιώργος, Στέφος Καραστέργιος, Νάκος Αγοραστης, Λόλας, Παπατζοκας, Παπαλεξόπουλος, Παπαστεργιος, Παπαμήτρος ,Βίτσιος Παπαγιώργος, Πούλιος Λογοθέτης, Παπαγιάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Τούκος,  Δημ. Τσιακμάκας, Μιχαήλ Αγοραστός, Καλίτσιος, Μπουλοτέγος, Κουλοβάκης, Γυφτογιάννης, Χασάπης, Ζήσης Ζαμποχος.

Από την παραβολή των προαναφερόμενων και σε σχέση με αυτούς που κατέγραψα την δεκαετία του 1950 (που ήταν της  άμεσης   αντίληψης του περιβάλλοντός μου) αλλά και τη σχετικά νωπή θύμηση παλαιότερων, παρατηρούμε ότι, στην πλειοψηφία τους τα ονόματα δεν συμπίπτουν με αυτά που καταγράφει ο Ραχού  σε διήγηση του Παπασερβερή  και είναι παντελώς άγνωστα στον οικισμό, αλλά και στον κοινωνικό ιστό της  πόλης των Γρεβενών.

Αν ο κοινωνικός ιστός του οικισμού κατά την ιστορική του διαδρομή περιστρεφόταν γύρω από την Μητρόπολη και να υπήρχε μια κάποια συνοχή την δεκαετία του 1950, ο κοινωνικός ιστός δεν έχει κανένα κοινό σημείο επαφής. Στον οικισμό εντοπίζονται: γεωργοκτηνοτρόφοι από χωριά του ευρύτερου χώρου των Γρεβενών (Φαρμακαίοι, Καφτεραναίοι, Τζημουρωτααίοι, Ζιωγαίοι, Γιωταίοι κ.α). Βλάχοι κυρίως από το Περιβόλι (Νασταίοι-κυρατζηδες, Τσιουκανταναίοι, Παπαθεοδώραίοι, Ζιαμπεκαίοι, Παπαδαμαίοι κ.α.). Με καταγωγή από άλλους χώρους και περιοχές (Τσαμπαρδούκας-έμπορος από Σιάτιστα εγκατάσταση 1895 περίπου-, Ζαρκοδήμος–έμπορος, Μακραίοι–έμποροι, Στόκας–έμπορος κ.α.].

Είναι φανερή η διαφορετικότητα της κοινωνικής και επαγγελματικής σύνθεσης των νέοεγκατασταθέντων στον οικισμό μετά την απελευθέρωση, γεγονός που άλλαξε την δομή και την φυσιογνωμία του οικισμού .  

Οι δεκαετίες μετά το 1950 είναι δεκαετίες πλήρους αλλοίωσης της φυσιογνωμίας και  ενσωμάτωσης του χώρου στον αστικό ιστό της πόλης των Γρεβενών. Σήμερα ο αστικός, πλέον, χώρος δυτικά των Γρεβενών, αποτελεί το οικιστικό μέλλον της επέκτασης του σχεδίου πόλης του Δήμου Γρεβενών. Από την προσπάθεια αυτή, αν θα πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες προτάσεις αυτές, είναι:

   Α) Ο περιαστικός χώρος δυτικά των Γρεβενών, στο σχέδιο πόλεως να ονομαστεί ΑΥΛΕΣ

Β) Ο χώρος του Αγίου Γεωργίου να χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο και να  δοθεί η αρμόζουσα προσοχή στην ιστορία της από την Εκκλησιαστική Αρχή και τον Δήμο (σήμερα η αισθητική του χώρου θυμίζει εξωκλήσι σε πλήρη αδιαφορία και εγκατάλειψη).

Γ) Να ονομαστεί το Γ’ Δημοτικό Σχολειό σε σχολείο Κόσμα του Αιτωλού, να αναρτηθεί πλάκα και να φιλοτεχνηθεί προτομή για να αποκτούν οι μαθητές βιωματική ιστορική αντίληψη .

Δ) Το νηπιαγωγείο να ονομαστεί  Μητροπολίτου Εθνομάρτυρα Αιμιλιανού για να μαθαίνουν τα παιδιά την ιστορικότητα του χώρου .

     

                                                         Επίλογος

Η προσπάθεια αυτή δεν αποτελεί ιστορική μελέτη. Είναι προσπάθεια ανίχνευσης ιστορικών γεγονότων μαζί με βιωματικές γνώσεις και αντιλήψεις που αποδεικνύουν ότι, το σημερινό Βαροσι είναι η φυσική συνέχεια του Βυζαντινού οικισμού ΑΥΛΕΣ.

Είναι προσπάθεια που μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για επιστημονική ιστορική μελέτη, γιατί το Βαροσι μας έχει ιστορία

                                           .

Γνώσεις – Γνώμες – Στοιχεία – Ευρήματα- Απόψεις –Προτάσεις –Συμπληρώσεις –Υποδείξεις –και ότι μπορεί να εμπλουτίσει την προσπάθεια και  μπορεί να συμβάλει σε μια   ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη επιστημονική ιστορική συγγραφή , δεκτά .

 

 Αναζητώ φωτογραφικό υλικό από σχολικές εκδηλώσεις –γάμους –βαπτίσεις –οικογενειακές –προσωπικές και ότι άλλο στοιχείο που μπορεί να εμπλουτίσει το Λεύκωμα

 

 

Τσαμπαρδουκας Δημήτριος Γεωργίου

 

Αγίου Γεωργίου 146.

ΒΑΡΟΣΙ-Γρεβενά.

.

Τηλ.2462022380 –κιν.-6946281057

Δείτε ακόμα